στρατοκρατικός

στρατοκρατικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοκρατία («στρατοκρατική κυβέρνηση»).
επίρρ...
στρατοκρατικώς και στρατοκρατικά Ν
με στρατοκρατικό τρόπο, με στρατοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στρατοκρατία: Στρατοκρατικό καθεστώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”