- στρατοκρατικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοκρατία («στρατοκρατική κυβέρνηση»).επίρρ...στρατοκρατικώς και στρατοκρατικά Νμε στρατοκρατικό τρόπο, με στρατοκρατία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.